Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
μεταδόρπιος
μεταδρομάδην
μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
μετάζιος
μεταμίσγω
μεταμώνιος
μετανάστης
μετανίσ̔σ̓ομαι
μεταξύ
μεταπαύομαι
View word page
μετακλίνω
[μετα- 6.]
Genit. sing. masc. aor. pple. pass. μετακλινθέντος.
ShortDef
shift to the other side
Debugging
Headword:
μετακλίνω
Headword (normalized):
μετακλίνω
Headword (normalized/stripped):
μετακλινω
IDX:
6339
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6340
Key:
Data
{'content': '<p>[μετα- 6.]</p> <p>Genit. sing. masc. aor. pple. pass. μετακλινθέντος.</p>'}