Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
μεταδόρπιος
μεταδρομάδην
μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
μετάζιος
μεταμίσγω
μεταμώνιος
μετανάστης
μετανίσ̔σ̓ομαι
View word page
μεταΐσσω

[μετ-, μετα- 1.]

Aor. pple. μεταΐξας Il. 21.564 : Od. 17.236, Od. 20.11.

To rush at or upon a person : κτεῖνε μεταΐσσων Il. 16.398. Cf. Il. 21.564 : Od. 17.236, Od. 20.11.

ShortDef

rush after, rush upon

Debugging

Headword:
μεταΐσσω
Headword (normalized):
μεταΐσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταισσω
IDX:
6337
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6338
Key:

Data

{'content': '<p>[μετ-, μετα- 1.]</p> <p>Aor. pple. μεταΐξας Il. 21.564 : Od. 17.236, Od. 20.11.</p> <p>To rush at or upon a person : κτεῖνε μεταΐσσων Il. 16.398. Cf. Il. 21.564 : Od. 17.236, Od. 20.11.</p>'}