Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
μεταδόρπιος
μεταδρομάδην
μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
μετάζιος
μεταμίσγω
View word page
μεταδόρπιος

[app. μετα- 3 + δόρπον (the apparatus of the meal, rather than the meal, being thought of).]

Thus, in the middle of, at, δόρπον : οὐ γὰρ ἐγώ γε τέρπομʼ ὀδυρόμενος μ. (in the midst of good cheer) Od. 4.194.

ShortDef

in the middle of supper, during supper

Debugging

Headword:
μεταδόρπιος
Headword (normalized):
μεταδόρπιος
Headword (normalized/stripped):
μεταδορπιος
IDX:
6334
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6335
Key:

Data

{'content': '<p>[app. μετα- 3 + δόρπον (the apparatus of the meal, rather than the meal, being thought of).]</p> <p>Thus, in the middle of, at, δόρπον : οὐ γὰρ ἐγώ γε τέρπομʼ ὀδυρόμενος μ. (in the midst of good cheer) Od. 4.194.</p>'}