Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
μεταδόρπιος
μεταδρομάδην
μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
μετάλμενος
View word page
μεταδαίνυμαι

[μετα- 3.]

3 sing. fut. μεταδαίσεται Od. 18.48.

Aor. subj. μεταδαίσομαι Il. 23.207.

To take a meal, take one's meals, with.

With dat. : αἰεὶ ἡμῖν μεταδαίσεται Od. 18.48. Cf. Il. 22.498.

To partake of with others : ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν (partitive genit.) Il. 23.207.

ShortDef

to share the feast with

Debugging

Headword:
μεταδαίνυμαι
Headword (normalized):
μεταδαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
μεταδαινυμαι
IDX:
6332
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6333
Key:

Data

{'content': "<p>[μετα- 3.]</p> <p>3 sing. fut. μεταδαίσεται Od. 18.48.</p> <p>Aor. subj. μεταδαίσομαι Il. 23.207.</p> <p>To take a meal, take one's meals, with.</p> <p>With dat. : αἰεὶ ἡμῖν μεταδαίσεται Od. 18.48. Cf. Il. 22.498.</p> <p>To partake of with others : ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν (partitive genit.) Il. 23.207.</p>"}