Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
μεταδόρπιος
μεταδρομάδην
μεταΐζω
μεταΐσσω
μετακλαίω
μετακλίνω
μεταλλάω
μεταλλήγω
View word page
μετάγγελος
ὁ, ἡ
[μετ-, μετα- 1. Pleonastically, a messenger who goes in quest. Cf. ἐπιβουκόλος.]
ShortDef
a messenger between two parties
Debugging
Headword:
μετάγγελος
Headword (normalized):
μετάγγελος
Headword (normalized/stripped):
μεταγγελος
IDX:
6331
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6332
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ, ἡ</p> <p>[μετ-, μετα- 1. Pleonastically, a messenger who goes in quest. Cf. ἐπιβουκόλος.]</p>'}