Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
μεταδόρπιος
View word page
μέσσαυλος

[μέσος + αὐλή.]

Etymologically, the middle part of the αὐλή, but used simply as= αὐλή.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέσσαυλος
Headword (normalized):
μέσσαυλος
Headword (normalized/stripped):
μεσσαυλος
IDX:
6324
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6325
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[μέσος + αὐλή.]</p> <p>Etymologically, the middle part of the αὐλή, but used simply as= αὐλή.</p>'}