Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
μεταδήμιος
View word page
μέσσατος
[superl. fr. μέσσος.]
Like μέσος 4.a: ἐν μεσσάτῳ ἔσκεν (just in the middle) Il. 8.223= Il. 11.6.
ShortDef
midmost
Debugging
Headword:
μέσσατος
Headword (normalized):
μέσσατος
Headword (normalized/stripped):
μεσσατος
IDX:
6323
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6324
Key:
Data
{'content': '<p>[superl. fr. μέσσος.]</p> <p>Like μέσος 4.a: ἐν μεσσάτῳ ἔσκεν (just in the middle) Il. 8.223= Il. 11.6.</p>'}