Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
μεταδαίνυμαι
View word page
μέσος
-η, -ον. Also μέσσος, -η, -ον.
ShortDef
middle, in the middle
Debugging
Headword:
μέσος
Headword (normalized):
μέσος
Headword (normalized/stripped):
μεσος
IDX:
6322
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6323
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον. Also μέσσος, -η, -ον.</p>'}