Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
μεταβουλεύω
μετάγγελος
View word page
μεσόδμη

-ης, ἡ

[μέσος + δμ-, δέμω.]

ShortDef

something built between

Debugging

Headword:
μεσόδμη
Headword (normalized):
μεσόδμη
Headword (normalized/stripped):
μεσοδμη
IDX:
6321
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6322
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[μέσος + δμ-, δέμω.]</p>'}