Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
μέτα
μεταβαίνω
View word page
μεσηγύ

μεσσηγύς

[μέσος.]

ShortDef

in the middle, between

Debugging

Headword:
μεσηγύ
Headword (normalized):
μεσηγύ
Headword (normalized/stripped):
μεσηγυ
IDX:
6319
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6320
Key:

Data

{'content': '<p>μεσσηγύς</p> <p>[μέσος.]</p>'}