Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
μετά
View word page
μέροψ

Epithet of ἄνθρωποι and βροτοί of unknown meaning: μερόπων ἀνθρώπων Il. 1.250, μερόπεσσι βροτοῖσιν Il. 2.285. Cf. Il. 3.402, Il. 9.340, Il. 11.28, Il. 18.288, 342, 490, Od. 3.217 : Od. 20.49, 132.

ShortDef

dividing the voice
Merops

Debugging

Headword:
μέροψ
Headword (normalized):
μέροψ
Headword (normalized/stripped):
μεροψ
IDX:
6317
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6318
Key:

Data

{'content': '<p>Epithet of ἄνθρωποι and βροτοί of unknown meaning: μερόπων ἀνθρώπων Il. 1.250, μερόπεσσι βροτοῖσιν Il. 2.285. Cf. Il. 3.402, Il. 9.340, Il. 11.28, Il. 18.288, 342, 490, Od. 3.217 : Od. 20.49, 132.</p>'}