Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσοπαγής
μέσφα
View word page
μέρμις

-ιθος, ἡ

[cf. μηρύομαι.]

ShortDef

a cord, string, rope

Debugging

Headword:
μέρμις
Headword (normalized):
μέρμις
Headword (normalized/stripped):
μερμις
IDX:
6316
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6317
Key:

Data

{'content': '<p>-ιθος, ἡ</p> <p>[cf. μηρύομαι.]</p>'}