Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
μέσσατος
μέσσαυλος
View word page
μέρμερος

[μερ- as in μερμηρίζω.]

Such as to cause anxiety, baneful, evil : ἔργα Il. 8.453, Il. 10.289, 524.

Absol. in neut. pl., baneful deeds : μέρμερα ῥέζων (ῥέζεν) Il. 11.502, Od. 21.217. Cf. Il. 10.48.

ShortDef

causing anxiety, mischievous, baneful
Mermerus

Debugging

Headword:
μέρμερος
Headword (normalized):
μέρμερος
Headword (normalized/stripped):
μερμερος
IDX:
6314
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6315
Key:

Data

{'content': '<p>[μερ- as in μερμηρίζω.]</p> <p>Such as to cause anxiety, baneful, evil : ἔργα Il. 8.453, Il. 10.289, 524.</p> <p>Absol. in neut. pl., baneful deeds : μέρμερα ῥέζων (ῥέζεν) Il. 11.502, Od. 21.217. Cf. Il. 10.48.</p>'}