Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μενεαίνω
μενεδήϊος
μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
μεσαιπόλιος
μεσηγύ
μεσήεις
μεσόδμη
μέσος
View word page
μένος

τό.

ShortDef

might, force, strength, prowess, courage

Debugging

Headword:
μένος
Headword (normalized):
μένος
Headword (normalized/stripped):
μενος
IDX:
6312
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6313
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}