Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
μέν
μενεαίνω
μενεδήϊος
μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
μέροψ
View word page
μενέχαρμος

[as μενεχάρμης.]

=μενεχάρμης. Il. 14.376.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μενέχαρμος
Headword (normalized):
μενέχαρμος
Headword (normalized/stripped):
μενεχαρμος
IDX:
6307
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6308
Key:

Data

{'content': '<p>[as μενεχάρμης.]</p> <p>=μενεχάρμης. Il. 14.376.</p>'}