Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
μέν
μενεαίνω
μενεδήϊος
μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
μέρμις
View word page
μενεχάρμης
[μένω + χάρμη.]
=μενεπτόλεμος. Il. 9.529, Il. 11.122, 303, Il. 13.396, Il. 15.582, Il. 23.419.
ShortDef
staunch in battle
Debugging
Headword:
μενεχάρμης
Headword (normalized):
μενεχάρμης
Headword (normalized/stripped):
μενεχαρμης
IDX:
6306
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6307
Key:
Data
{'content': '<p>[μένω + χάρμη.]</p> <p>=μενεπτόλεμος. Il. 9.529, Il. 11.122, 303, Il. 13.396, Il. 15.582, Il. 23.419.</p>'}