Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεμνήσομαι
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
μέν
μενεαίνω
μενεδήϊος
μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
μένω
μέρμερος
μερμηρίζω
View word page
μενεπτόλεμος

[μένω + πτόλεμος.]

ShortDef

staunch in battle, steadfast

Debugging

Headword:
μενεπτόλεμος
Headword (normalized):
μενεπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
μενεπτολεμος
IDX:
6305
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6306
Key:

Data

{'content': '<p>[μένω + πτόλεμος.]</p>'}