Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέμηλε
μεμιγμένος
μέμνημαι
μεμνήσομαι
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
μέν
μενεαίνω
μενεδήϊος
μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
μενέχαρμος
μενέω μένω
μενέω
μενοεικής
μενοινάω
μένος
View word page
μενεαίνω
[μένος.]
1 pl. aor. μενεήναμεν Il. 19.58 : Od. 4.282.
ShortDef
to desire earnestly
Debugging
Headword:
μενεαίνω
Headword (normalized):
μενεαίνω
Headword (normalized/stripped):
μενεαινω
IDX:
6302
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6303
Key:
Data
{'content': '<p>[μένος.]</p> <p>1 pl. aor. μενεήναμεν Il. 19.58 : Od. 4.282.</p>'}