Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεμακυῖαι
μέμασαν
μεμαώς
μέμβλεται
μέμβλωκε
μεμηκώς
μέμηλε
μεμιγμένος
μέμνημαι
μεμνήσομαι
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
μέν
μενεαίνω
μενεδήϊος
μενεήναμεν
μενεπτόλεμος
μενεχάρμης
View word page
μέμονα

pf. μάω.

ShortDef

to wish eagerly, to yearn, strive, be fain

Debugging

Headword:
μέμονα
Headword (normalized):
μέμονα
Headword (normalized/stripped):
μεμονα
IDX:
6296
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6297
Key:

Data

{'content': '<p>pf. μάω.</p>'}