Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
μέμασαν
μεμαώς
μέμβλεται
μέμβλωκε
μεμηκώς
μέμηλε
μεμιγμένος
μέμνημαι
μεμνήσομαι
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
μέν
μενεαίνω
μενεδήϊος
View word page
μεμιγμένος
pf. pple. pass. μίσγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμιγμένος
Headword (normalized):
μεμιγμένος
Headword (normalized/stripped):
μεμιγμενος
IDX:
6293
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6294
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. pass. μίσγω.</p>'}