Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέλλω
μέλος
μέλπηθρον
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
μέμασαν
μεμαώς
μέμβλεται
μέμβλωκε
μεμηκώς
μέμηλε
μεμιγμένος
μέμνημαι
μεμνήσομαι
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
μεμυκώς
View word page
μέμβλωκε

3 sing. pf. βλώσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέμβλωκε
Headword (normalized):
μέμβλωκε
Headword (normalized/stripped):
μεμβλωκε
IDX:
6290
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6291
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. βλώσκω.</p>'}