Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μελίφρων
μέλλω
μέλος
μέλπηθρον
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
μέμασαν
μεμαώς
μέμβλεται
μέμβλωκε
μεμηκώς
μέμηλε
μεμιγμένος
μέμνημαι
μεμνήσομαι
μέμονα
μεμορυγμένα
μέμυκε
μεμύκει
View word page
μέμβλεται

3 sing. thematic pf. μέλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέμβλεται
Headword (normalized):
μέμβλεται
Headword (normalized/stripped):
μεμβλεται
IDX:
6289
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6290
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. thematic pf. μέλω.</p>'}