Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
μελίφρων
μέλλω
μέλος
μέλπηθρον
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
μέμασαν
μεμαώς
μέμβλεται
μέμβλωκε
μεμηκώς
μέμηλε
View word page
μέλπηθρον
-ου, τό
[μέλπω.]
ShortDef
plaything
Debugging
Headword:
μέλπηθρον
Headword (normalized):
μέλπηθρον
Headword (normalized/stripped):
μελπηθρον
IDX:
6282
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6283
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[μέλπω.]</p>'}