Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
μελίφρων
μέλλω
μέλος
μέλπηθρον
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
μέμασαν
μεμαώς
μέμβλεται
μέμβλωκε
View word page
μέλλω
ShortDef
to think of doing, intend to do, to be about to do
Debugging
Headword:
μέλλω
Headword (normalized):
μέλλω
Headword (normalized/stripped):
μελλω
IDX:
6280
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6281
Key:
Data
{'content': ''}