Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
μελίφρων
μέλλω
μέλος
μέλπηθρον
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
μέμασαν
View word page
μέλινος

also μείλινος

[μελίη.]

Of ash.

ShortDef

ashen (of the wood of the ash tree)

Debugging

Headword:
μέλινος
Headword (normalized):
μέλινος
Headword (normalized/stripped):
μελινος
IDX:
6277
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6278
Key:

Data

{'content': '<p>also μείλινος</p> <p>[μελίη.]</p> <p>Of ash.</p>'}