Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέλδομαι
μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
μελίφρων
μέλλω
μέλος
μέλπηθρον
μέλπω
μέλω
μεμάασι
μεμακυῖαι
View word page
μελίκρητον
τό
[μέλι + κρη-, κεράννυμι.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελίκρητον
Headword (normalized):
μελίκρητον
Headword (normalized/stripped):
μελικρητον
IDX:
6276
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6277
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[μέλι + κρη-, κεράννυμι.]</p>'}