Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μελανόχρως
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλας
μέλδομαι
μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
μελίφρων
μέλλω
μέλος
View word page
μελήσει

3 sing. fut. μέλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελήσει
Headword (normalized):
μελήσει
Headword (normalized/stripped):
μελησει
IDX:
6271
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6272
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. fut. μέλω.</p>'}