Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μελανόχροος
μελανόχρως
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλας
μέλδομαι
μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
μελίφρων
μέλλω
View word page
μέλεος
-η, -ον.
ShortDef
idle, useless
Debugging
Headword:
μέλεος
Headword (normalized):
μέλεος
Headword (normalized/stripped):
μελεος
IDX:
6270
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6271
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}