Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μελαίνω
μελάνδετος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλας
μέλδομαι
μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
μέλισσα
View word page
μελεδώνη

-ης, ἡ, or μελεδών, -ῶνος

[as μελέδημα.]

= μελέδημα.

In pl. : ὀξεῖαι μελεδῶναι (μελεδῶνες) Od. 19.517.

ShortDef

care, sorrow

Debugging

Headword:
μελεδώνη
Headword (normalized):
μελεδώνη
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνη
IDX:
6268
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6269
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ, or μελεδών, -ῶνος</p> <p>[as μελέδημα.]</p> <p>= μελέδημα.</p> <p>In pl. : ὀξεῖαι μελεδῶναι (μελεδῶνες) Od. 19.517.</p>'}