Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέλαθρον
μελαίνω
μελάνδετος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλας
μέλδομαι
μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
μέλινος
View word page
μελέδημα
-ατος, τό
[μέλω.]
ShortDef
care, anxiety
Debugging
Headword:
μελέδημα
Headword (normalized):
μελέδημα
Headword (normalized/stripped):
μελεδημα
IDX:
6267
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6268
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[μέλω.]</p>'}