Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μελαγχροιής
μέλαθρον
μελαίνω
μελάνδετος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλας
μέλδομαι
μελέδημα
μελεδώνη
μελεϊστί
μέλεος
μελήσει
μέλι
μελίψηρυς
μελία
μελιηδής
μελίκρητον
View word page
μέλδομαι

To cause to melt, melt Il. 21.363.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέλδομαι
Headword (normalized):
μέλδομαι
Headword (normalized/stripped):
μελδομαι
IDX:
6266
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6267
Key:

Data

{'content': '<p>To cause to melt, melt Il. 21.363.</p>'}