Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μείλανι
μείλια
μειλίγμα
μείλινος
μειλίσσω
μειλιχίη
μειλίχιος
μείλιχος
μεῖνα
μεῖξαι
μείρομαι
μείς
μείων
μελαγχροιής
μέλαθρον
μελαίνω
μελάνδετος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελάντερος
μελάνυδρος
View word page
μείρομαι

3 sing. pf. ἔμμορε Il. 1.278, Il. 15.189 : Od. 5.335, Od. 11.338.

3 sing. plupf. pass. εἵμαρτο Il. 21.281 : Od. 5.312, Od. 24.34.

ShortDef

to receive as one's portion
[wish for > ἱμείρομαι]

Debugging

Headword:
μείρομαι
Headword (normalized):
μείρομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρομαι
IDX:
6253
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6254
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. ἔμμορε Il. 1.278, Il. 15.189 : Od. 5.335, Od. 11.338.</p> <p>3 sing. plupf. pass. εἵμαρτο Il. 21.281 : Od. 5.312, Od. 24.34.</p>'}