Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μείζων
μείλανι
μείλια
μειλίγμα
μείλινος
μειλίσσω
μειλιχίη
μειλίχιος
μείλιχος
μεῖνα
μεῖξαι
μείρομαι
μείς
μείων
μελαγχροιής
μέλαθρον
μελαίνω
μελάνδετος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελάντερος
View word page
μεῖξαι

aor. infin. μείξεσθαι,

fut. infin. pass. μίσγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖξαι
Headword (normalized):
μεῖξαι
Headword (normalized/stripped):
μειξαι
IDX:
6252
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6253
Key:

Data

{'content': '<p>aor. infin. μείξεσθαι,</p> <p>fut. infin. pass. μίσγω.</p>'}