Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεθῶμεν
μειδάω
μειδιάω
μείζων
μείλανι
μείλια
μειλίγμα
μείλινος
μειλίσσω
μειλιχίη
μειλίχιος
μείλιχος
μεῖνα
μεῖξαι
μείρομαι
μείς
μείων
μελαγχροιής
μέλαθρον
μελαίνω
μελάνδετος
View word page
μειλίχιος

-η, -ον

[μειλίσσω.]

ShortDef

gentle, mild, soothing

Debugging

Headword:
μειλίχιος
Headword (normalized):
μειλίχιος
Headword (normalized/stripped):
μειλιχιος
IDX:
6249
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6250
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[μειλίσσω.]</p>'}