Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
μεθίημι2
μεθίστημι
μεθομιλέω
μεθορμάομαι
μέθυ
μεθύω
μεθῶμεν
μειδάω
μειδιάω
μείζων
μείλανι
μείλια
μειλίγμα
μείλινος
μειλίσσω
μειλιχίη
View word page
μεθύω

[μέθυ.]

ShortDef

to be drunken with wine

Debugging

Headword:
μεθύω
Headword (normalized):
μεθύω
Headword (normalized/stripped):
μεθυω
IDX:
6238
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6239
Key:

Data

{'content': '<p>[μέθυ.]</p>'}