Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
μεθίημι2
μεθίστημι
μεθομιλέω
μεθορμάομαι
μέθυ
μεθύω
μεθῶμεν
μειδάω
μειδιάω
μείζων
μείλανι
μείλια
μειλίγμα
μείλινος
View word page
μεθορμάομαι

[μεθ-, μετα- 1.]

In pass., to set out with an indicated object, start on an expedition : λυρνησσὸν πέρσα μεθορμηθείς Od. 3.192.

To make a dart or effort towards an indicated object : μεθορμηθεὶς ἐλλάβετο σχεδίης Od. 5.325.

ShortDef

to rush in pursuit of, make a dash at

Debugging

Headword:
μεθορμάομαι
Headword (normalized):
μεθορμάομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθορμαομαι
IDX:
6236
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6237
Key:

Data

{'content': '<p>[μεθ-, μετα- 1.]</p> <p>In pass., to set out with an indicated object, start on an expedition : λυρνησσὸν πέρσα μεθορμηθείς Od. 3.192.</p> <p>To make a dart or effort towards an indicated object : μεθορμηθεὶς ἐλλάβετο σχεδίης Od. 5.325.</p>'}