Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
μεθίημι2
μεθίστημι
μεθομιλέω
μεθορμάομαι
μέθυ
μεθύω
μεθῶμεν
μειδάω
μειδιάω
μείζων
μείλανι
μείλια
μειλίγμα
View word page
μεθομιλέω

[μεθ-, μετα- 3.]

To consort with.

With dat. : τοῖσιν μεθομίλεον Il. 1.269.

ShortDef

to hold converse with

Debugging

Headword:
μεθομιλέω
Headword (normalized):
μεθομιλέω
Headword (normalized/stripped):
μεθομιλεω
IDX:
6235
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6236
Key:

Data

{'content': '<p>[μεθ-, μετα- 3.]</p> <p>To consort with.</p> <p>With dat. : τοῖσιν μεθομίλεον Il. 1.269.</p>'}