Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
μεθίημι2
μεθίστημι
μεθομιλέω
μεθορμάομαι
μέθυ
μεθύω
View word page
μέθημαι

[μεθ-, μετα- 3.]

To sit among.

With dat. : μνηστῆρσι μεθήμενος Od. 1.118.

ShortDef

to sit among

Debugging

Headword:
μέθημαι
Headword (normalized):
μέθημαι
Headword (normalized/stripped):
μεθημαι
IDX:
6228
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6229
Key:

Data

{'content': '<p>[μεθ-, μετα- 3.]</p> <p>To sit among.</p> <p>With dat. : μνηστῆρσι μεθήμενος Od. 1.118.</p>'}