Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
μεθίημι2
μεθίστημι
μεθομιλέω
μεθορμάομαι
μέθυ
View word page
μεθῆκε
3 sing. aor. μεθίημι1..
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθῆκε
Headword (normalized):
μεθῆκε
Headword (normalized/stripped):
μεθηκε
IDX:
6227
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6228
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. μεθίημι1..</p>'}