Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
μεθίημι2
View word page
μεθέμεν
aor. infin. μεθίημι1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθέμεν
Headword (normalized):
μεθέμεν
Headword (normalized/stripped):
μεθεμεν
IDX:
6223
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6224
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. μεθίημι1.</p>'}