Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθήσω
μεθίημι1
View word page
μεθέλεσκε
3 sing. pa. iterative μεθαιρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθέλεσκε
Headword (normalized):
μεθέλεσκε
Headword (normalized/stripped):
μεθελεσκε
IDX:
6222
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6223
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pa. iterative μεθαιρέω.</p>'}