Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
μεθημοσύνη
μεθήμων
View word page
μεθέηκα
aor. μεθίημι1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθέηκα
Headword (normalized):
μεθέηκα
Headword (normalized/stripped):
μεθεηκα
IDX:
6220
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6221
Key:
Data
{'content': '<p>aor. μεθίημι1.</p>'}