Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
μέθημαι
View word page
μεθαιρέω

[μεθ-, μετα- 7.]

3 sing. pa. iterative (formed fr. the stem ἑλ- of the aor. (see αἱρέω)) μεθέλεσκε.

ShortDef

to catch in turn

Debugging

Headword:
μεθαιρέω
Headword (normalized):
μεθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
μεθαιρεω
IDX:
6218
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6219
Key:

Data

{'content': '<p>[μεθ-, μετα- 7.]</p> <p>3 sing. pa. iterative (formed fr. the stem ἑλ- of the aor. (see αἱρέω)) μεθέλεσκε.</p>'}