Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
μεθῆκε
View word page
μέδων

-οντος, ὁ

[μεδ- as in μέδομαι. Cf. μεδέων.]

ShortDef

a guardian, lord
Medon

Debugging

Headword:
μέδων
Headword (normalized):
μέδων
Headword (normalized/stripped):
μεδων
IDX:
6217
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6218
Key:

Data

{'content': '<p>-οντος, ὁ</p> <p>[μεδ- as in μέδομαι. Cf. μεδέων.]</p>'}