Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
μεθήῃ
View word page
μέδομαι
[cf. μήδομαι.]
Fut. μεδήσομαι Il. 9.650.
ShortDef
to provide for, think on, be mindful of, bethink one of
Debugging
Headword:
μέδομαι
Headword (normalized):
μέδομαι
Headword (normalized/stripped):
μεδομαι
IDX:
6216
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6217
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. μήδομαι.]</p> <p>Fut. μεδήσομαι Il. 9.650.</p>'}