Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
μεθέπω2
View word page
μεδέων

[μεδ- as in μέδομαι. Cf. μέδων.]

ShortDef

a guardian

Debugging

Headword:
μεδέων
Headword (normalized):
μεδέων
Headword (normalized/stripped):
μεδεων
IDX:
6215
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6216
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[μεδ- as in μέδομαι. Cf. μέδων.]</p>'}