Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
μεθέπω1
View word page
μέγιστος
superl. μέγας.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέγιστος
Headword (normalized):
μέγιστος
Headword (normalized/stripped):
μεγιστος
IDX:
6214
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6215
Key:
Data
{'content': '<p>superl. μέγας.</p>'}