Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
μεθέμεν
View word page
μέγηρε

3 sing. aor. μεγαίρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέγηρε
Headword (normalized):
μέγηρε
Headword (normalized/stripped):
μεγηρε
IDX:
6213
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6214
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. μεγαίρω.</p>'}