Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
μεθέλεσκε
View word page
μέγεθος
τό
[μέγας.]
ShortDef
greatness, magnitude, size, height, stature
Debugging
Headword:
μέγεθος
Headword (normalized):
μέγεθος
Headword (normalized/stripped):
μεγεθος
IDX:
6212
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6213
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[μέγας.]</p>'}