Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθέηκα
μεθείω
View word page
μέγας
μεγάλη, μέγα. Comp. μείζων, -ονος. Neut. μεῖζον. Superl. μέγιστος, -η, -ον.
ShortDef
big, great
Debugging
Headword:
μέγας
Headword (normalized):
μέγας
Headword (normalized/stripped):
μεγας
IDX:
6211
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6212
Key:
Data
{'content': '<p>μεγάλη, μέγα. Comp. μείζων, -ονος. Neut. μεῖζον. Superl. μέγιστος, -η, -ον.</p>'}